Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξοκοπώ — δοξοκοπῶ ( έω) (Α) 1. επιδιώκω πεισματικά φήμη, δόξα 2. κάνω εντύπωση με επίδειξη … Dictionary of Greek
δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] … Dictionary of Greek